Καλώς ήρθατε

Τελικά τι Πανεπιστήμιο θέλουμε;
Ο νόμος 4009/2011 γέννησε ελπίδες όχι μόνο στην πανεπιστημιακή κοινότητα, αλλά σε όλους τους Έλληνες πολίτες. Δεκαετίες διαφθοράς και συναλλαγής μεταξύ καθηγητικών φέουδων και συνδικαλιστών φοιτητοπατέρων φαίνονταν να μας αφήνουν ανεπιστρεπτί. Παρά τα προβλήματά του, έθετε τις βάσεις για λογοδοσία και διαφάνεια, χάραξη στρατηγικής για την ανώτατη παιδεία μέσω μιας ισχυρής ΑΔΙΠ, αλλά και μέσω ενός δημοκρατικά εκλεγμένου Συμβουλίου, με εξωτερικά μέλη να βοηθούν στη χάραξη της στρατηγικής. Με άνοιγμα πρός την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, με στόχευση στην αριστεία, την καινοτομία και τη μεταφορά γνώσης στην κοινωνία και την οικονομία. Μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά που σιγά-σιγά περιμέναμε να γίνουν μόνιμα στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο. Σε περιβάλλον βαθύτατης κρίσης, ο πόθος όλων μας ήταν να γίνει επιτέλους το δημόσιο πανεπιστήμιο πόλος ανόρθωσης για τη χώρα. Σήμερα η κρίση βαθαίνει και οι ελπίδες μας για το Πανεπιστήμιο βαίνουν προς διάψευση. Το προτεινόμενο νομοσχέδιο οπισθοχωρεί προς παλαιότερες εποχές που θα έπρεπε να ξεχάσουμε.
Τελικά τι Πανεπιστήμιο θέλουμε; Η πύλη αυτή φιλοδοξεί να γίνει τόπος φιλοξενίας και διαλόγου όλων εκείνων που ακόμη οραματίζονται, ακόμη ελπίζουν σε ένα διαφανές, λογοδοτούν, αριστεύον αλλά και αναστοχαζόμενο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο.

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Κείμενο του Γιώργου Παπαοικονόμου, απόφοιτου Τμήματος ΦΠΨ, ΕΚΠΑ

Όταν μαινόταν ο "πόλεμος" μεταξύ πρυτανικών αρχών και Συμβουλίου Διοίκησης του ΕΚΠΑ, σε εκδήλωση-ενημέρωση εκ μέρους του Συμβουλίου για τα πεπραγμένα του και τις μεταρρυθμιστικές του προσδοκίες παρευρέθησαν 3-4 φοιτητές. Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου, η συντριπτική πλειοψηφία του πολιτικά ενεργού φοιτητικού σώματος τασσόταν, εμμέσως πλην σαφέστατα, με τις πρακτικές υπονόμευσης και δυσφήμησης του Συμβουλίου εκ μέρους του κ. Πελεγρίνη. Ο τελευταίος, σε επίπεδο ρητορικό, προπαγάνδιζε την φαντασιακή ταύτιση των εξωτερικών μελών του Συμβουλίου με τον Heidegger, ελέω του ρόλου του γερμανού φιλοσόφου στο ναζιστικό καθεστώς, και "τηρουμένων των αναλογιών" πάντα... Με τη γενικότερη δε στάση του, νομιμοποιούσε, θέλοντας και μη, πρακτικές ομάδων που διέλυαν βίαια διοικητικές διαδικασίες με τον περιώνυμο "νεολαιίστικο" και πάντοτε "αθώο" τσαμπουκά τους. Ο κ. Πελεγρίνης ανταμείφθηκε δεόντως για τα παραπάνω, όταν τα έργα και οι ημέρες του τού εξασφάλισαν μια τιμητική θέση στο Ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ. Βέβαια, ενάμιση χρόνο πριν τις εκλογές, είχε φροντίσει να ιδρώσει την πένα του προς όφελος της εθνολαϊκιστικής προπαγάνδας της πολιτικής του στέγης (http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=375805), με εργαλείο τη ρατσιστική ταύτιση κάθε γερμανού πολίτη με ναζί. Ειρήσθω εν παρόδω, ο κ. Βαρουφάκης, στην πρώτη δημόσια εμφάνισή του πλάι στον κ. Σόιμπλε, απέδειξε ότι ήταν κι αυτός ένας ακόμη "διδάκτορας" του κ. Πελεγρίνη, αν και με πονηρό και υποδηλωτικό τρόπο: "Δεν υπάρχουν νεοναζί, υπάρχουν μόνο ναζί". Προφανώς, ο όρος "νεοναζισμός", ο οποίος δείχνει προς ένα φαινόμενο που δεν γεννήθηκε ή δεν παρατηρείται αποκλειστικά μέσα στα όρια της σημερινής γερμανικής επικράτειας, δεν βολεύει την φαντασιακή εδραίωση της "πονηρής" ταύτισης Γερμανίας και ναζισμού. Μέσω, λοιπόν, μιας ιδιότυπης ερμηνείας των ναζιστικών πραγμάτων, ο κ. Πελεγρίνης δεν έχανε, απ' ό,τι φαίνεται, ευκαιρία να γνωμοδοτεί είτε για τα ακαδημαϊκά είτε για τα ευρύτερα δημόσια πράγματα.

Στη βάση μιας παρόμοιας λογικής, αν και με διαφορετικούς όρους, βρήκε, μάλιστα, κι άλλους συμμάχους: Ο κ. Μυλόπουλος φρόντισε πρόσφατα (http://ecoleft.gr/2015/04/%CE%B7-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%AF%CE%B1-%CE%B2%CE%BB%CE%AC%CF%80%CF%84%CE%B5%CE%B9-%CF%83%CE%BF%CE%B2%CE%B1%CF%81%CE%AC-%CF%84%CE%B1-%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B5%CF%80%CE%B9/#article/) να μας πείσει ότι όσοι υπερασπίζονται τη θεσμική ανασυγκρότηση του Πανεπιστημίου μέσα από το Συμβούλιο Διοίκησης, επιβουλεύονται το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα και τις καταστατικές του αρχές. Ένα είναι σίγουρο: Τούτη η άνεση του γνωμοδοτείν για ακαδημαϊκά και δημόσια πράγματα έχει προφανώς να κάνει με το ποιά "παρέα" επέλεγαν αυτοί οι ακαδημαϊκοί λειτουργοί και με το ποιά συμφέροντα αυτής της "παρέας" θέλησαν να επενδύσουν με το βάρος μιας γνώμης που υπογράφεται από "ακαδημαϊκούς", νυν ή πρώην πρυτάνεις.

Στην εκδήλωση της Αθήνας "Όχι Μπαλτά στην Παιδεία" παρευρέθησαν επίσης ελάχιστοι φοιτητές. 4-5 προεπιλεγμένοι από τους διοργανωτές άνθρωποι του εκπαιδευτικού κόσμου μίλησαν και λίγο-πολύ επανέλαβαν ιδέες και αρχές που ο καθένας από εμάς θα μπορούσε να διαβάσει σε άρθρα γνώμης τους τελευταίους 4 μήνες και όχι μόνο. Δεν υπήρξε η δυνατότητα για έναν ουσιαστικό και οριζόντιο διάλογο. Πιθανόν ο πολιτικός χρόνος ήταν και είναι λίγος, και εξ αυτού η κίνηση αυτή περιορίσθηκε σε λίγο-πολύ γραφειοκρατικές πρακτικές, όπως αυτή μιας συζήτησης υπό τη δομή μιας "ημερίδας" ή αυτή της συλλογής υπογραφών. Πέραν, όμως, του λιγοστού πολιτικού χρόνου, οι αιτίες της γραφειοκρατικοποίησης είναι βαθύτερες: Η συντριπτική πλειονότητα των καθηγητών (είπαμε, οι φοιτητές ήταν λίγοι) που συμμετείχαν σε αυτή ή σε προηγούμενες εκδηλώσεις σκέπτονται το Πανεπιστήμιο υπό όρους χρηστής διοίκησης και μιας αναβαθμισμένης, διδακτικά και ερευνητικά, ακαδημαϊκής ζωής. Όροι απολύτως θεμιτοί, κατά τη γνώμη μου. Όροι-πυξίδες, όροι-κριτήρια υπό τα οποία δύναται να κριθούν επιμέρους νομοσχέδια, ψηφισθέντες νόμοι και η ίδια η ζώσα πανεπιστημιακή πραγματικότητα. Από την άλλη πλευρά, "αριστερές" παρατάξεις μιλούν για καθηγητές -"εγκαθέτους" και υπερασπιστές συμφερόντων του "παλαιού δικομματισμού", επιδεικνύοντας, λ.χ., ως επιχείρημα ότι στην εκδήλωση "Όχι Μπαλτά στην Παιδεία" παρευρέθησαν, μεταξύ άλλων, η κ. Διαμαντοπούλου, η κ. Γιαννάκου, η κ. Μπακογιάννη ή ο κ. Κ. Μητσοτάκης. Εν τούτοις, με όρους "συστήματος", προσφιλείς άλλωστε στις κοσμοθεωρητικές αναγνώσεις της "αριστερής" νεολαίας, ξεχνούν ότι το ...."σύστημα" "κατάπιε" τους δύο βασικούς εμπνευστές-νομοθέτες των Μεταρρυθμίσεων, την κ. Γιαννάκου και την κ. Διαμαντοπούλου. Ειδικά, δε, για την τελευταία, πρέπει να είναι ιστορικά πρωτοφανές Υπουργός να νομοθετεί με τέτοια κοινοβουλευτική υποστήριξη και 2 χρόνια μετά να τίθεται στο "περιθώριο" της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Αν το "επιχείρημα" είναι έωλο αναφορικά με τους βασικούς αυτούς εμπνευστές της Πανεπιστημιακής Μεταρρύθμισης, είναι μάλλον περιττό να επισημανθεί το τι σημαίνει το ίδιο επιχείρημα για όλους τους άλλους ακόμα "συστημικούς", κατά το κοινώς λεγόμενο, υποστηρικτές της. Γιατί η αλήθεια είναι ότι η συντριπτική πλειονότητα των καθηγητών που υπερασπίζονται την Πανεπιστημιακή Μεταρρύθμιση της Διαμαντοπούλου έχουν ένα και μόνο συμφέρον: Το συμφέρον στην τήρηση της νομιμότητας. Με άλλα λόγια, προτιμούν ένα νόμο που οικοδομεί ένα πανεπιστήμιο θεσμών και κανόνων από νόμους που ευνοούν, ουσιαστικά, την ανομία και την αναρχία. Το παράδοξο ποιο είναι; Ότι αυτό το συμφέρον για την τήρηση της νομιμότητας είναι αυτό που σε σχετικά ήρεμες συνθήκες τους απομονώνει τον έναν από τον άλλο και από τους φοιτητές τους, αλλά και αυτό που σε έντονες συνθήκες τους φέρνει μεν μαζί αλλά τους "γραφειοκρατικοποιεί", ελλείψει, συνάμα, πολιτικού χρόνου. Το αποτέλεσμα ποιο είναι; Ότι μια ριζοσπαστική μεταρρύθμιση, με τα καλά της και τα στραβά της, δεν βρίσκει μια κρίσιμη μάζα που θα ταράξει πραγματικά τα "νερά" της κοινής γνώμης. Η "χρηστή διοίκηση" και η "αναβάθμιση της ακαδημαϊκής ζωής" είναι τόσο ριζοσπαστικά οράματα που απαιτούν εντελώς διαφορετικές πολιτικές διαδικασίες από τις "ημερίδες" ή τη "συλλογή υπογραφών". Δεν είναι τετελεσμένα γεγονότα που η διατήρησή τους στο γίγνεσθαι εξαρτάται από οσοδήποτε θεμιτές πολιτικές μικρής κλίμακας εντός Τομέων, Τμημάτων, καθηγητικών καφενείων κ.ά,

Εξηγούμαστε περαιτέρω: Πώς το συμφέρον στην τήρηση της νομιμότητας οδηγεί είτε στην ουσιαστική απομόνωση είτε στην πολιτική της έκφανση, δηλ. στη γραφειοκρατικοποίηση; Πώς, με άλλα λόγια, το συμφέρον στην τήρηση της νομιμότητας είναι μεν θεμιτό αλλά πολιτικά ανεπαρκές εν όψει μιας ριζοσπαστικής αλλαγής θεσμών και μιας συνακόλουθης ριζοσπαστικής αλλαγής νοοτροπιών στη μεγάλη μάζα; Ο λόγος είναι μάλλον προφανής: Πέραν εκείνων που εμφορούνται από γνήσια αγνά κίνητρα για την Πανεπιστημιακή Μεταρρύθμιση (αγνά κίνητρα που θέλει κοπιώδη προσπάθεια για να μην αμφισβητηθούν και που σε τελική ανάλυση δεν είναι παρατηρήσιμα από κανέναν), όσοι έχουν συμφέρον στη τήρηση της νομιμότητας δεν είναι άλλοι από αυτούς που στραγγαλίζονται, διδακτικά και ερευνητικά, από τις παθογένειες ετών. Λ.χ., συμφέρον στην τήρηση της νομιμότητας αναφορικά με τις μετεγγραφές στα κεντρικά πανεπιστήμια έχουν όσοι καθηγητές δεν διανέμουν δικά τους συγγράμματα σε μαζικά ακροατήρια και θέλουν να μπαίνουν σε λειτουργικά αμφιθέατρα όπου ένα ποιοτικό πανεπιστημιακό μάθημα είναι δυνατό. Λ.χ. συμφέρον στην τήρηση της νομιμότητας αναφορικά με τους «αιώνιους φοιτητές» έχουν όσοι αναγκάζονται να διορθώνουν ένα τεράστιο σωρό γραπτών από το 10ο ή 15ο έτος, να σκέφτονται, κάπως δικαιολογημένα, «μήπως να τον περάσω να τελειώνουμε;» και να στέλνουν εκατοντάδες μηνύματα για το «ποια είναι η ύλη στο μάθημά σας στο οποίο δεν μπόρεσα να παρευρεθώ;» (το δε τελευταίο, σε σοβαρά πανεπιστήμια, αναλαμβάνεται από γραμματείς και όχι από καθηγητές). Λ.χ., συμφέρον στην τήρηση της νομιμότητας και στην πάταξη της ανομίας αναφορικά με τα Ερευνητικά Κονδύλια ή τις παράτυπες στελεχώσεις Εκλεκτορικών Σωμάτων έχουν όσοι θέλουν να συμβάλουν στην επιστημονική έρευνα και είναι υπερήφανοι για το μέχρι τώρα επιστημονικό τους έργο, στη βάση δημοσιεύσεων σε διεθνούς κύρους περιοδικά και της διεθνούς αναγνωρισιμότητάς τους ως επιστημόνων. Μια ματιά να ρίξει κανείς στα του Πανεπιστημίου του είναι ικανός να δει πόσο λίγοι είναι αυτοί σε κάθε Τμήμα. Με βαθύτερες ματιές, θα διαπιστώσουν δε πόσο στραγγαλίζονται αυτοί οι άνθρωποι από τις γνωστές παθογένειες του Πανεπιστημίου. Τα συμπεράσματα δεν είναι δύσκολα: Πολλές φορές, οι άνθρωποι αυτοί καταλήγουν εντελώς απομονωμένοι και επιλέγουν να συνομιλούν αποκλειστικά με τον διεθνή πανεπιστημιακό χώρο, εγκαταλείποντας, πολύ συχνά, τις εσωτερικές υποθέσεις στην τύχη τους. Επενδύουν στο επιστημονικό τους έργο, και λιγότερο στο διδακτικό, μόνον και μόνον για να είναι όσο το δυνατόν καλύτερα εξοπλισμένοι απέναντι σε παράτυπες επιθέσεις. Σπάνια αμύνονται συλλογικά. Έρχεται βέβαια, ο καιρός που καλούνται εκ των συνθηκών να το κάνουν. Τέτοιοι καιροί, όμως, δυνάμει της πρότερης απομόνωσής τους, λαμβάνουν και εκ των έσω τον χαρακτήρα του κατεπείγοντος. Το αποτέλεσμα: Η «γραφειοκρατικοποίηση».

Ο πιο κρίσιμος παράγοντας αυτής της υπόθεσης είναι η σχέση των απομονωμένων αυτών καθηγητών με τη φοιτητική κοινότητα. Κάποιοι από αυτούς, εμπνευσμένοι από γνήσια αγνά κίνητρα, παρατηρήσιμα, κατά το δυνατόν, από τους ίδιους τους φοιτητές τους, δίνουν τα πάντα μέσα στις ακαδημαϊκές αίθουσες, προσκαλώντας φοιτητές να πορευθούν αποκλειστικά στο δρόμο της επιστήμης. Κάποιοι άλλοι, εξίσου πρόθυμοι να δώσουν πολλά στο διδακτικό έργο, αλλά απηυδισμένοι από την περιρρέουσα κατάσταση, εξανίστανται δημόσια και βάλλουν, ίσως ακριβοδίκαια, κατά παντός υπευθύνου, και μάλιστα επώνυμα. Οι «κακές ειδήσεις» ταξιδεύουν όμως γρήγορα, και πολλές φορές αυτοί οι καθηγητές πέφτουν θύματα συκοφαντιών περί ουσιαστικής εσωτερικής υπονόμευσης του Τμήματος, περί φοιτητοπατερισμού κ.ά. Με άλλα λόγια, η όλη ακαδημαϊκή ζωή ευνοεί είτε την διαιώνιση των παθογενειών είτε τον «αμυντικό» επιστημονικό εξοπλισμό είτε τη δειλή επιφυλακτικότητα, δεδομένης της περιρρέουσας ατμόσφαιρας της καχυποψίας, της κρυψίνοιας και της κουτοπονηριάς. Εν τούτοις, οι φοιτητές είναι ο κρίσιμος παράγοντας προκειμένου μια ριζοσπαστική μεταρρύθμιση να γίνει ένα πραγματικά «τετελεσμένο γεγονός». Και δεν εννοώ με αυτό πως υπερασπίζομαι το τουλάχιστον στείρο (πολιτικά) και σίγουρα αθέμιτο (ακαδημαϊκά) φαινόμενο οσοδήποτε άξιοι καθηγητές να βάλλουν από την έδρα εναντίον παντός υπευθύνου και να υποκαθιστούν τη διδασκαλία με τη πολιτική ρητορεία.

Αλλά γιατί οι φοιτητές είναι ο κρίσιμος παράγοντας;

Πριν πω τη γνώμη μου γι’ αυτό, θα ήθελα να αναφέρω γιατί ήταν ελάχιστοι εκείνοι οι φοιτητές που παρευρέθησαν στις παραπάνω εκδηλώσεις. Ο λόγος είναι μάλλον εξίσου προφανής: Πέραν των φοιτητικών παρατάξεων, που για χιλιοειπωμένους λόγους δεν υποστηρίζουν την Πανεπιστημιακή Μεταρρύθμιση και μάλιστα την υποσκάπτουν με κάθε μέσο, και πέραν της τεράστιας μάζας απολιτίκ φοιτητών, για την απάθεια των οποίων έχουν ειπωθεί πάρα πολλά, ο λόγος είναι κυρίως δομικός. Συμφέρον στην τήρηση της ακαδημαϊκής νομιμότητας, και μάλιστα ισχυρό, δεν μπορεί να έχει ή έστω να «καλλιεργήσει» όποιος, πέραν των αντικειμενικών όρων φοίτησης, θεωρεί ότι το πανεπιστήμιο έρχεται και παρέρχεται υπό την προοπτική της δικής του ζωής. Μάλιστα, σε ένα Πανεπιστήμιο που έχει εστιάσει την προσοχή του στην διεκπεραίωση εξετάσεων, το «ήλθα, είδα, απήλθα» στενεύει ακόμη πιο επικίνδυνα, μόλις σε κάμποσες εξεταστικές περιόδους. Ισχυρό συμφέρον στην τήρηση της νομιμότητας μπορούν να έχουν μόνον όσοι φοιτητές βλέπουν τον εαυτό τους ως δυνητικά μέλη του Πανεπιστημίου ακόμη και στο μακροπρόθεσμο μέλλον. Αυτό θα μπορούσε να δομηθεί αν το Πανεπιστήμιο ήταν εγγενώς συνδεδεμένο με το κοινωνικό γίγνεσθαι: Για να πω το ελάχιστο, εάν, λ.χ., και όπως σε όλα τα σοβαρά πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής, το Πανεπιστήμιο ενδιαφερόταν, θεσμικά και απτά, για την επαγγελματική και εν γένει κοινωνική πορεία των αποφοίτων του. Εάν, λ.χ., στο πανεπιστήμιο λειτουργούσε αξιοκρατικά και διαφανώς ένα Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας σε εξίσου διαφανείς φορείς, επιχειρήσεις, κ.ά. Ακόμη πιο σημαντικά, εάν, μέσα από το πανεπιστήμιο, λαμβάνονταν αξιοκρατικά και διαφανώς εξωστρεφείς πρωτοβουλίες διάχυσης ιδεών και γνώσης μέσα στην κοινωνική ζωή. Στην παρούσα κατάσταση, μόνον σε όσους φοιτητές ενδιαφέρονται για ακαδημαϊκή πορεία-καριέρα στο ελληνικό πανεπιστήμιο είναι δυνατό να αναφανεί η σημασία του ορθολογικού συμφέροντος στην τήρηση της νομιμότητας. Εν τούτοις, στις μίζερες αυτές συνθήκες, ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι δεν φοβάται την ρετσινιά του στυλ «τα κάνεις όλα αυτά για να βολευτείς κι εσύ κάπου, κάποτε;»

Κι όμως, ακόμη και το φοιτητικό συμφέρον στη νομιμότητα είναι πολιτικά ανεπαρκές, για λόγους παρόμοιας συλλογιστικής με αυτούς αναφορικά με τους καθηγητές. Η ΜΟΝΗ λύση για τη δημιουργία μιας κρίσιμης μάζας ανθρώπων που θα ταράξει τα «νερά» και θα μετασχηματίσει σε ισχυρό λόγο και πολιτική βαρύτητα την ήδη δεδηλωμένη απόρριψη του νόμου Μπαλτά από την κοινή γνώμη των δημοσκοπήσεων, είναι η πιθανή πρωτοβουλία μιας φοιτητικής ελίτ, η οποία, αφού κοπιάσει για να πείσει για το αγνό των κινήτρων της, θα έρθει να συνδράμει την καθηγητική κοινότητα, δίνοντάς της λόγους και ώθηση για να βγει από το δικαιολογημένο, εν πολλοίς, «καβούκι» της. Μιλώ για μια φοιτητική «ελίτ», παραπέμποντας όχι βέβαια σε μικρούς αριθμούς, σε άριστους βαθμούς ή σε κοινωνική τάξη. Αναφέρομαι σε όσους υποστηρίζουν επί της αρχής και άνευ ιδιοτελών, πολιτικών ή κομματικών ή άλλων, συμφερόντων τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της Διαμαντοπούλου, σε όσους μεριμνούν για την αναβάθμιση των σπουδών, για την επικράτηση της πλήρους διαφάνειας στη διοίκησή του κ.ά. Σε τελική ανάλυση, σε όσους αγαπούν το Πανεπιστήμιο ως Θεσμό, ακόμη κι αν δεν γνωρίζουν τι λόγους έχουν να το αγαπούν. Αυτοί σίγουρα είναι πιο αξιόπιστοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου