Με τον ν.4009/11 επιχειρήθηκε μια πρώτη σχετικά συγκροτημένη προσπάθεια μεταρρύθμισης των δημοσίων πανεπιστημίων μας. Το εγχείρημα απέκτησε επιπλέον και την σπουδαία πολιτική προίκα ότι ψηφίστηκε από ένα ευρύτατο φάσμα του πολιτικού μας συστήματος. Πριν καν ολοκληρωθεί η εφαρμογή του, ο νόμος δέχτηκε τα πρώτα πλήγματα αναμόρφωσής του που είχαν χαρακτήρα οπισθοδρόμησης, ενώ με την πρώτη πραγματική κυβερνητική αλλαγή ουσιαστικά καταργήθηκε. Στη βραχεία περίοδο ισχύος του η εμπειρίες υπήρξαν και αυτές τραυματικές και ασαφείς. Ποτέ ο νόμος δεν χωνεύθηκε καθ’ ολοκληρία στην καθημερινότητα των πανεπιστημίων και συνεχώς δεχόταν τις βολές μιας οργανωμένης και δυναμικής αλλά όχι ευκαταφρόνητης μειοψηφίας της ακαδημαϊκής κοινότητας. Στην ουσία σε κανένα πανεπιστήμιο δεν λειτούργησε το νέο καθεστώς με αρκετή πληρότητα και για επαρκή χρόνο ώστε να επιτρέψει στον παρατηρητή να συναγάγει κάποια τεκμηριωμένα συμπεράσματα ως προς την αποτελεσματικότητά του σε σχέση με τους σκοπούς που υποτίθεται ότι εξυπηρετούσε.
Τώρα, από ακαδημαϊκούς που για χρόνια πρωτοστατούν στην προσπάθεια εξορθολογισμού της ανώτατης εκπαίδευσής μας, επανατίθεται ζήτημα πανεπιστημιακής μεταρρύθμισης, αλλά στην πλειονότητά τους οι εκφραστές αυτής της επιθυμίας εξαντλούνται στην έκφραση μιας διαμαρτυρίας για την κατάργηση του ν.4009/11 και την επίκληση προς παρομοίως σκεπτόμενους να συσπειρωθούμε για να δείξουμε ότι είμαστε πολλοί και μερικοί εξ ημών σπουδαίοι, που προτείνουμε την επαναφορά του δολοφονημένου μεταρρυθμιστικού νόμου. Διερωτώμαι, όμως, είναι άραγε επαρκής αυτή η συγκεκριμένη έκφραση της ανάγκης για μεταρρύθμιση των δημόσιων πανεπιστημίων μας; Πάνω στο ερώτημα αυτό θα προσπαθήσω να επιχειρηματολογήσω στο κείμενό μου αυτό. Η ουσία των θέσεών μου, όπως θα διαπιστώσει ο υπομονετικός αναγνώστης, είναι ότι πριν συσπειρωθούν οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις καλό είναι να απαντηθούν μια σειρά από προκαταρτικά ερωτήματα σχετικά με το μείζον θέμα. Αλλιώς η όποια συσπείρωση θα περιοριστεί στο γνωστό σχήμα των κινήσεων διαμαρτυρίας που είναι γνωστό ότι πολύ απέχουν από την δυνατότητα να φέρουν πραγματικό αποτέλεσμα. Είναι φανερό, ότι στα ερωτήματα αυτά δεν μπορώ να προτείνω αμέσως τις απαντήσεις που ενδεχομένως έχω σχηματίσει για τον εαυτό μου. Προσφέρονται, όμως, για διάλογο και διαβούλευση με την ελπίδα ότι μπορεί τελικά να καταλήξουμε σε κοινές κατανοήσεις και θέσεις. Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά, εκτιμώ, προηγείται από την συζήτηση επί μέρους και ειδικών θεμάτων που ρύθμισε ο καταργούμενος μεταρρυθμιστικός νόμος. Τα ερωτήματα αυτά είναι τα εξής:
1. Εξαντλούσε ο νόμος τον σκοπό της αναγκαίας μεταρρύθμισης; Και εν τοιαύτη περιπτώσει, ποιος ήταν ο ακριβής σκοπός τους;
2. Ο εκπεφρασμένος (βλ. εισηγητική έκθεση) σκοπός του νόμου, εξαντλούσε την παθογένεια των πανεπιστημίων μας, η αναφέρονταν μόνο σε μέρος αυτής; Σε ποια στοιχεία παθογένειας δεν αναφέρονταν και γιατί;
3. Αφού ξεκίνησε με τόσο καλούς οιωνούς σε ότι αφορά την αποδοχή του από το πολιτικό σύστημα, γιατί κατέρρευσε τόσο σύντομα;
4. Εάν κάνουμε σωστή διάγνωση των λόγων της κατάρρευσής του, τι μπορούμε να κάνουμε ώστε μια επόμενη προσπάθεια να μη έχει την ίδια κατάληξη;
5. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το ελληνικό πανεπιστήμιο έχουν σχέση με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η τριτοβάθμια εκπαίδευση στις άλλες αναπτυγμένες χώρες με δυτικό πολιτικό πολιτισμό (που φαίνεται να έχουμε κι εμείς); Κι αν έχουν σχέση, πως τα αντιμετωπίζουν οι άλλοι; Τι καλές πρακτικές ξεχωρίζουν; Είναι εφαρμόσιμες στην δική μας περίπτωση και γιατί;
6. Τέλος, πως θα μπορούσαμε να περιγράψουμε αναλυτικά τους στόχους της επιθυμητής πανεπιστημιακής μεταρρύθμισης ως ενιαίο και συνεκτικό σύστημα;
Εάν δεν απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά, θα είναι δύσκολο να οργανωθεί ένας αποτελεσματικός διάλογος και ακόμη δυσκολότερο να καταστρωθεί ένας ολοκληρωμένος στρατηγικός χάρτης για την ανασυγκρότηση των πανεπιστημίων μας. Θα παραμένουμε στο επίπεδο των αποσπασματικών διαλόγων που δεν θα αποδίδουν ένα συνεκτικό αφήγημα ικανό να διεγείρει τις υγιείς δυνάμεις του ακαδημαϊκού μας χώρου.
Τώρα, από ακαδημαϊκούς που για χρόνια πρωτοστατούν στην προσπάθεια εξορθολογισμού της ανώτατης εκπαίδευσής μας, επανατίθεται ζήτημα πανεπιστημιακής μεταρρύθμισης, αλλά στην πλειονότητά τους οι εκφραστές αυτής της επιθυμίας εξαντλούνται στην έκφραση μιας διαμαρτυρίας για την κατάργηση του ν.4009/11 και την επίκληση προς παρομοίως σκεπτόμενους να συσπειρωθούμε για να δείξουμε ότι είμαστε πολλοί και μερικοί εξ ημών σπουδαίοι, που προτείνουμε την επαναφορά του δολοφονημένου μεταρρυθμιστικού νόμου. Διερωτώμαι, όμως, είναι άραγε επαρκής αυτή η συγκεκριμένη έκφραση της ανάγκης για μεταρρύθμιση των δημόσιων πανεπιστημίων μας; Πάνω στο ερώτημα αυτό θα προσπαθήσω να επιχειρηματολογήσω στο κείμενό μου αυτό. Η ουσία των θέσεών μου, όπως θα διαπιστώσει ο υπομονετικός αναγνώστης, είναι ότι πριν συσπειρωθούν οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις καλό είναι να απαντηθούν μια σειρά από προκαταρτικά ερωτήματα σχετικά με το μείζον θέμα. Αλλιώς η όποια συσπείρωση θα περιοριστεί στο γνωστό σχήμα των κινήσεων διαμαρτυρίας που είναι γνωστό ότι πολύ απέχουν από την δυνατότητα να φέρουν πραγματικό αποτέλεσμα. Είναι φανερό, ότι στα ερωτήματα αυτά δεν μπορώ να προτείνω αμέσως τις απαντήσεις που ενδεχομένως έχω σχηματίσει για τον εαυτό μου. Προσφέρονται, όμως, για διάλογο και διαβούλευση με την ελπίδα ότι μπορεί τελικά να καταλήξουμε σε κοινές κατανοήσεις και θέσεις. Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά, εκτιμώ, προηγείται από την συζήτηση επί μέρους και ειδικών θεμάτων που ρύθμισε ο καταργούμενος μεταρρυθμιστικός νόμος. Τα ερωτήματα αυτά είναι τα εξής:
1. Εξαντλούσε ο νόμος τον σκοπό της αναγκαίας μεταρρύθμισης; Και εν τοιαύτη περιπτώσει, ποιος ήταν ο ακριβής σκοπός τους;
2. Ο εκπεφρασμένος (βλ. εισηγητική έκθεση) σκοπός του νόμου, εξαντλούσε την παθογένεια των πανεπιστημίων μας, η αναφέρονταν μόνο σε μέρος αυτής; Σε ποια στοιχεία παθογένειας δεν αναφέρονταν και γιατί;
3. Αφού ξεκίνησε με τόσο καλούς οιωνούς σε ότι αφορά την αποδοχή του από το πολιτικό σύστημα, γιατί κατέρρευσε τόσο σύντομα;
4. Εάν κάνουμε σωστή διάγνωση των λόγων της κατάρρευσής του, τι μπορούμε να κάνουμε ώστε μια επόμενη προσπάθεια να μη έχει την ίδια κατάληξη;
5. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το ελληνικό πανεπιστήμιο έχουν σχέση με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η τριτοβάθμια εκπαίδευση στις άλλες αναπτυγμένες χώρες με δυτικό πολιτικό πολιτισμό (που φαίνεται να έχουμε κι εμείς); Κι αν έχουν σχέση, πως τα αντιμετωπίζουν οι άλλοι; Τι καλές πρακτικές ξεχωρίζουν; Είναι εφαρμόσιμες στην δική μας περίπτωση και γιατί;
6. Τέλος, πως θα μπορούσαμε να περιγράψουμε αναλυτικά τους στόχους της επιθυμητής πανεπιστημιακής μεταρρύθμισης ως ενιαίο και συνεκτικό σύστημα;
Εάν δεν απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά, θα είναι δύσκολο να οργανωθεί ένας αποτελεσματικός διάλογος και ακόμη δυσκολότερο να καταστρωθεί ένας ολοκληρωμένος στρατηγικός χάρτης για την ανασυγκρότηση των πανεπιστημίων μας. Θα παραμένουμε στο επίπεδο των αποσπασματικών διαλόγων που δεν θα αποδίδουν ένα συνεκτικό αφήγημα ικανό να διεγείρει τις υγιείς δυνάμεις του ακαδημαϊκού μας χώρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου