Καλώς ήρθατε

Τελικά τι Πανεπιστήμιο θέλουμε;
Ο νόμος 4009/2011 γέννησε ελπίδες όχι μόνο στην πανεπιστημιακή κοινότητα, αλλά σε όλους τους Έλληνες πολίτες. Δεκαετίες διαφθοράς και συναλλαγής μεταξύ καθηγητικών φέουδων και συνδικαλιστών φοιτητοπατέρων φαίνονταν να μας αφήνουν ανεπιστρεπτί. Παρά τα προβλήματά του, έθετε τις βάσεις για λογοδοσία και διαφάνεια, χάραξη στρατηγικής για την ανώτατη παιδεία μέσω μιας ισχυρής ΑΔΙΠ, αλλά και μέσω ενός δημοκρατικά εκλεγμένου Συμβουλίου, με εξωτερικά μέλη να βοηθούν στη χάραξη της στρατηγικής. Με άνοιγμα πρός την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, με στόχευση στην αριστεία, την καινοτομία και τη μεταφορά γνώσης στην κοινωνία και την οικονομία. Μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά που σιγά-σιγά περιμέναμε να γίνουν μόνιμα στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο. Σε περιβάλλον βαθύτατης κρίσης, ο πόθος όλων μας ήταν να γίνει επιτέλους το δημόσιο πανεπιστήμιο πόλος ανόρθωσης για τη χώρα. Σήμερα η κρίση βαθαίνει και οι ελπίδες μας για το Πανεπιστήμιο βαίνουν προς διάψευση. Το προτεινόμενο νομοσχέδιο οπισθοχωρεί προς παλαιότερες εποχές που θα έπρεπε να ξεχάσουμε.
Τελικά τι Πανεπιστήμιο θέλουμε; Η πύλη αυτή φιλοδοξεί να γίνει τόπος φιλοξενίας και διαλόγου όλων εκείνων που ακόμη οραματίζονται, ακόμη ελπίζουν σε ένα διαφανές, λογοδοτούν, αριστεύον αλλά και αναστοχαζόμενο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο.

Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Τα εξωτερικά μέλη στη διοίκηση των ΑΕΙ (του Μιχάλη Σταθόπουλου)

Η πολύπαθη Ανώτατη Εκπαίδευση υφίσταται πάλι μια νέα νομοθετική μεταρρύθμιση της οποίας το βασικό περιεχόμενο είναι η επαναφορά κατά βάση του προηγούμενου (πριν από τον νόμο Διαμαντοπούλου) τρόπου εκλογής των πανεπιστημιακών Αρχών, μέσω κυρίως κατάργησης του Συμβουλίου Διοίκησης (Σ.Δ.) και επανασυμμετοχής των φοιτητών με μεγάλα ποσοστά στις εκλογές αυτές.

Και όμως: Το Σ.Δ. ήταν η σπουδαιότερη, αλλά και εξαιρετικά χρήσιμη, καινοτομία των τελευταίων ετών στον χώρο των ΑΕΙ. Εννοώ το Σ.Δ. με ουσιαστικές αρμοδιότητες και όχι όπως είχε αποδυναμωθεί ήδη πριν από την τωρινή κατάργησή του. Ηταν χρήσιμη καινοτομία, όχι μόνο γιατί πρόκειται για ένα επιτυχημένο διεθνώς σύστημα ελέγχου της διοίκησης των πανεπιστημίων, αλλά και διότι χρειαζόταν στην Ελλάδα για δύο λόγους:
Ο πρώτος λόγος είναι γενικής ισχύος. Εχει επικρατήσει η αντίληψη ότι στα όργανα διοίκησης των ΑΕΙ μπορούν να μετέχουν μόνο μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, ότι η συμμετοχή εξωτερικών μελών εμποδίζεται δήθεν από την πρόβλεψη στο Σύνταγμα της αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ. Η αντίληψη όμως ότι όσοι είναι έξω από τα πανεπιστήμια δεν νομιμοποιούνται να μετέχουν στη διοίκηση, απόλυτα εκφερόμενη, είναι εσφαλμένη.

Οι εντός του πανεπιστημίου δεν είναι ιδιοκτήτες του. Τίποτε δεν τους νομιμοποιεί να μονοπωλούν το ενδιαφέρον και την εξουσία καθορισμού της πορείας του. Το δημόσιο πανεπιστήμιο ούτε στο κράτος ανήκει ούτε στους πανεπιστημιακούς, αλλά στην κοινωνία. Αυτό δηλώνει και επιβάλλει ο δημόσιος χαρακτήρας του. Δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε το ενδιαφέρον των πολιτών και της Πολιτείας για το πώς μορφώνει το Πανεπιστήμιο τους αυριανούς πτυχιούχους του, οι οποίοι θα κληθούν να προσφέρουν τις επιστημονικές τους υπηρεσίες στο κοινό. Η έμπρακτη αναγνώριση του ενδιαφέροντος αυτού σημαίνει συμμετοχή εξωτερικών μελών σε κάποιο ανώτερο όργανο διοίκησης που συγκαθορίζει ώς ένα βαθμό τις αποφάσεις. Αυτό είναι το Σ.Δ. Το κέρδος είναι αυξημένος εκδημοκρατισμός της διοίκησης των ΑΕΙ. Βεβαίως σημαντική συμμετοχή στο Σ.Δ. (όχι αναγκαίως πλειοψηφική) θα πρέπει να έχουν οι πανεπιστημιακοί (εσωτερικά μέλη) που, για να ικανοποιείται και η συνταγματική πρόβλεψη για «πλήρη αυτοδιοίκηση» των ΑΕΙ, θα επιλέγουν αυτοί τα εξωτερικά μέλη από εξωτερικούς φορείς που θα προβλέπει ο νόμος (ή θα εγκρίνουν ενδεχόμενες υποδείξεις από τους φορείς αυτούς). Οι επιλογές θα πρέπει φυσικά να είναι αξιοκρατικές και να εκφράζουν ευρύ φάσμα της κοινωνίας. Συμπερασματικά: Το Σ.Δ. έχει δημοκρατική, ηθική και ουσιαστική δικαίωση.

Ο έτερος λόγος για την ύπαρξη του Σ.Δ. είναι μια ελληνική ιδιαιτερότητα. Το κύριο πρόβλημα των ΑΕΙ τις τελευταίες δεκαετίες είναι τα συχνά φαινόμενα αυθαιρεσίας, είτε με τη μορφή καταλήψεων είτε με άλλες μορφές, που παρεμποδίζουν την ομαλή λειτουργία τους. Τούτο δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν χώροι στα πανεπιστήμια όπου διδάσκοντες και διδασκόμενοι επιτελούν ευσυνείδητα και παραγωγικά το έργο τους. Οπωσδήποτε όμως η απόδοση των ΑΕΙ, συνολικά αποτιμώμενη, υπολείπεται του επιπέδου που θα μπορούσαν και θα έπρεπε να έχουν. Η παθογένεια αυτή των ΑΕΙ δεν κατέστη δυνατόν να αντιμετωπισθεί (με λίγες εξαιρέσεις) και, δυστυχώς, διαιωνίζεται, διότι εκείνοι που οφείλουν να την αντιμετωπίσουν (οι πανεπιστημιακές Αρχές πρωτίστως και κατά δεύτερο λόγο οι πολιτειακές Αρχές, καλούμενες από τις πρώτες) δείχνουν είτε ανοχή είτε υποχωρητικότητα απέναντι σ’ αυτά τα φαινόμενα αυθαιρεσίας, συχνά και βίας. Σημειώνω ότι η ρητή πρόβλεψη ή η απάλειψη της προστασίας του ασύλου στον εκάστοτε ισχύοντα νόμο παραμένει γράμμα κενό περιεχομένου, αφού αυτό που γίνεται είναι αυτό που θέλουν οι αυθαιρετούντες και όχι αυτό που λέει ο νόμος. Ετσι, κατά βάση δεν φταίνε οι νόμοι, όπως ευρύτατα λέγεται, όσο οι εφαρμοστές τους που δεν αξιοποιούν τις υπαρκτές δυνατότητες, τις οποίες η έννομη τάξη τους προσφέρει.

Η συνεχής αποτυχία στην εφαρμογή του νόμου ήταν βασικός λόγος που δικαίωνε τη νομοθετική μεταβολή με τη θέσπιση του Σ.Δ. και την παραχώρηση σ’ αυτό και της αρμοδιότητας επιλογής πρυτάνεων και κοσμητόρων. Ο νέος τρόπος εκλογής των πανεπιστημιακών Αρχών δημιούργησε την ελπίδα ότι με την επιρροή των εξωτερικών μελών (που δεν έχουν τα γνωστά ενδοπανεπιστημιακά συμφέροντα αλληλοϋποστήριξης και αλληλοκάλυψης) θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί το φαινόμενο. Δυστυχώς ακολούθησε πρώτα η συρρίκνωση των αρμοδιοτήτων του Σ.Δ. και σήμερα η πλήρης κατεδάφιση της ελπίδας που είχε δημιουργηθεί.

Ανάλογα ισχύουν και για το μέτρο της φοιτητικής ψήφου στην εκλογή των πανεπιστημιακών Αρχών (όχι φυσικά στην εκλογή των καθηγητών). Είναι κατ’ αρχήν σωστό μέτρο, βεβαίως με λογικά ποσοστά. Ομως η εφαρμογή και εδώ ήταν κάκιστη. Αντί για τους φοιτητές ψήφιζαν οι φοιτητικές κομματικές παρατάξεις που σε μεγάλο βαθμό είχαν νοοτροπία συναλλαγής. Η πρόβλεψη της καθολικής ψήφου (συμμετοχή όλων των φοιτητών στην ψηφοφορία) ήταν σωστό μέτρο (νόμος Γιαννάκου), αλλά υπονομεύθηκε από την αρχή. Τα νέα μέτρα προβλέπουν επαναφορά κατά βάση του παλαιού συστήματος. Ετσι, τα φαινόμενα αυθαιρεσίας και βίας και η υποβάθμιση του πανεπιστημιακού έργου θα συνεχισθούν. Οπισθοχωρούμε πάλι στην εποχή της παλιάς κακής εφαρμογής ή μη εφαρμογής. Μακάρι να διαψευσθώ. Αλλά η έως τώρα πολυετής στάση των εντός των πανεπιστημίων δεν δίνει πολλές ελπίδες.
* Ο κ. Μιχάλης Σταθόπουλος είναι Ακαδημαϊκός.
Έντυπη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου