Καλώς ήρθατε

Τελικά τι Πανεπιστήμιο θέλουμε;
Ο νόμος 4009/2011 γέννησε ελπίδες όχι μόνο στην πανεπιστημιακή κοινότητα, αλλά σε όλους τους Έλληνες πολίτες. Δεκαετίες διαφθοράς και συναλλαγής μεταξύ καθηγητικών φέουδων και συνδικαλιστών φοιτητοπατέρων φαίνονταν να μας αφήνουν ανεπιστρεπτί. Παρά τα προβλήματά του, έθετε τις βάσεις για λογοδοσία και διαφάνεια, χάραξη στρατηγικής για την ανώτατη παιδεία μέσω μιας ισχυρής ΑΔΙΠ, αλλά και μέσω ενός δημοκρατικά εκλεγμένου Συμβουλίου, με εξωτερικά μέλη να βοηθούν στη χάραξη της στρατηγικής. Με άνοιγμα πρός την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, με στόχευση στην αριστεία, την καινοτομία και τη μεταφορά γνώσης στην κοινωνία και την οικονομία. Μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά που σιγά-σιγά περιμέναμε να γίνουν μόνιμα στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο. Σε περιβάλλον βαθύτατης κρίσης, ο πόθος όλων μας ήταν να γίνει επιτέλους το δημόσιο πανεπιστήμιο πόλος ανόρθωσης για τη χώρα. Σήμερα η κρίση βαθαίνει και οι ελπίδες μας για το Πανεπιστήμιο βαίνουν προς διάψευση. Το προτεινόμενο νομοσχέδιο οπισθοχωρεί προς παλαιότερες εποχές που θα έπρεπε να ξεχάσουμε.
Τελικά τι Πανεπιστήμιο θέλουμε; Η πύλη αυτή φιλοδοξεί να γίνει τόπος φιλοξενίας και διαλόγου όλων εκείνων που ακόμη οραματίζονται, ακόμη ελπίζουν σε ένα διαφανές, λογοδοτούν, αριστεύον αλλά και αναστοχαζόμενο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο.

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

Υπάρχει σωστή Πανεπιστημιακή διοίκηση χωρίς δεσμευτικά σταθερότυπα (standards) ? (του Κώστα Σοφούλη)

Είναι κοινός τόπος ότι η κατάντια των ελληνικών πανεπιστημίων αποτελεί την αναμφισβήτητη απόδειξη της αποτυχίας των διοικήσεών τους. Αναπόδραστα η όποια διοίκηση του όποιου οργανισμού κρίνεται από το αποτέλεσμα της ενάσκησης του ρόλου της. Γιαυτό και η γνωστή υπεκφυγή των πανεπιστημιακών διοικήσεων να τα ρίχνουν όλα στη κυβέρνηση ή στο κράτος είναι χωρίς σημασία. Αν ήταν έτσι ας είχαν παραιτηθεί και ας είχαν ζητήσει να μεταφερθεί η ευθύνη της διοίκησης κατ’ ευθείαν στον κατ’ αυτούς υπεύθυνο, δηλαδή το κράτος. Ακόμη και αν υπάρχει – που υπάρχει, ασφαλώς- συνενοχή του κράτους, αυτή διοχετεύεται στη λειτουργία του οργανισμού δια μέσου των διοικήσεών του. Ως κε τούτου, οι ερμηνείες για τους παράγοντες που οδήγησαν σε αυτή την κραυγαλέα αποτυχία και την μεταξύ τους κατανομή ευθυνών, αποτελεί δευτερεύον ζήτημα όταν προβάλλεται η ένσταση ότι η βασική αιτία πρέπει να αναζητηθεί στη φύση και στην μέθοδο της διοίκησης που έχει επιλεγεί γιαυτά. Με άλλα λόγια, ότι και να πει κανείς, με τέτοια διοίκηση και παρ’ όλες τις όποιες καλές προθέσεις, το ελληνικό πανεπιστήμιο θα οδηγείται από το κακό στο χειρότερο σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά ομοταγή ιδρύματα. Αυτό πρέπει να είναι το θεμελιώδες ζήτημα που χρειάζεται ανάλυση προεχόντως. Ας δούμε γιατί. Ας αναζητήσουμε, δηλαδή, τον πυρήνα όπου επωάζεται η αναπόφευκτη αποτυχία.

Ο πυρήνας αυτός αποτελείται από δύο αλληλοσχετιζόμενους παράγοντες: Ο ένας είναι ο διαχωρισμός του κέντρου κόστους από τα κέντρα οφέλους, πράγμα που καθιστά τις διοικήσεις ουσιαστικά ανεύθυνες. Ο δεύτερος, κατά την άποψή μου, είναι το κενό εντολής και αναφοράς με το οποίο λειτουργεί η διοίκηση εξ υπαρχής. Στον τον πρώτο παράγοντα έχω αναφερθεί ήδη εκτενώς σε αυτή την ίδια στήλη με προηγουμένη ανάρτησή μου (http://gracademics.blogspot.gr/2015/05/blog-post_75.html ). Σε αυτό το κείμενό μου θα μιλήσω για τον δεύτερο παράγοντα.

Η διοίκηση κάθε οργανισμού αυτοπροσδιορίζεται και προκαθορίζει το μέλλον της πάνω στη βάση τριών αρχικών παραγόντων. Σκοπός, εντολή και αναδραστικός έλεγχος ποιότητας. Οι τρείς αυτοί παράγοντες αποτελούν κατά ένα τρόπο το DNA της διοίκησης του οποιουδήποτε οργανισμού. Αν οποιοδήποτε από τα γενετικά αυτά χαρακτηριστικά είναι ελαττωματικά, τότε η διοίκηση του οργανισμού θα αποβεί αναπόφευκτα αναποτελεσματική. Ο οργανισμός θα κακοδιοικηθεί παρά τις όποιες καλές προθέσεις των ατόμων που αποτελούν την διοίκησή του και τα αποτελέσματα της κακοδιοίκησης θα είναι απτά και μετρήσιμα. Και στους τρείς αυτούς παράγοντες, το διοικητικό σύστημα των πανεπιστημίων μας είναι ελλειμματικό και προβληματικό. Ο σκοπός περιγράφεται στον καταστατικό νόμο τους και συμπληρώνεται με κοινοτοπίες στους οργανισμούς τους με όρους τόσο γενικούς, ώστε στην πραγματικότητα να μη προσφέρεται σε δεσμευτική ερμηνεία με πραγματικό περιεχόμενο. Κανένας από τους σκοπούς που αναφέρονται δεν συνδέεται με ευθεία αναφορά σε τρόπο εκτίμησης της επίτευξής τους. Η εντολή διοίκησης, είναι ατελής, αφού στη πράξη αφήνει πάμπολλες εξόδους ευθύνης για να την μετακυλύουν οι διοικήσεις στο κράτος, στην κοινωνία, στα κόμματα, στο σύστημα ακόμη και στους θεούς του Ολύμπου! Τέλος το διοικητικό σύστημα αποκλείει κάθε μορφή ελέγχου ποιότητας της λειτουργίας του, πέραν από κοινότοπες και τετριμμένες εκθέσεις πεπραγμένων διαφόρων διοικητικών οργάνων που δεν οδηγούν σε καμία ανάδραση. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ακόμη και με μεταρρυθμιστική παρέμβαση που θεωρήθηκε περίπου ριζοσπαστική, ο έλεγχος ποιότητας ανατέθηκε σε εξωτερική κρατική υπηρεσία χωρίς καμία αρμοδιότητα ανάδρασης και κυρώσεων (ΑΔΙΠ).

Το φαινόμενο είναι τόσο έκδηλο και πασιφανές ώστε δεν χρειάζεται παραπέρα ανάλυση και τεκμηρίωση. Γιαυτό θα προχωρήσω στην αντιπρότασή μου. Προτείνω εν προκειμένω να περιληφθούν συγκεκριμένα σταθερότυπα (standards) στου Κανονισμούς λειτουργίας των πανεπιστημίων μας με νομοθετική παρέμβαση και στη συνέχεια να ανασχεδιαστεί ολόκληρο το διοικητικό σύστημα με άξονα αναφοράς την διευκόλυνση επίτευξης των σταθεροτύπων και την δυνατότητα αντιδραστικής διόρθωσης των αστοχιών μέσα από ένα σύστημα κινήτρων και κυρώσεων που μπορούμε να δανειστούμε από τα συστήματα αντίστοιχων διοικήσεων του (σοβαρού) ανεπτυγμένου κόσμου. Στη συνέχεια περιγράφω τα σταθερότυπα που κατά την άποψή μου ταιριάζουν στις ανάγκες της κοινωνίας μας και για περισσότερες λεπτομέρειες που θα απατούσε ο πιο απαιτητικός αναγνώστης μου, παραπέμπω στο βιβλίο μου «Για το Σύγχρονο Δημόσιο Πανεπιστήμιο: Κριτική και ένα Σχέδιο» που έχει κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Γκούτενμπεργκ το 2000.

Ονομάζω «λειτουργικές» τις προδιαγραφές που προτείνω για να επισημάνω ότι πρώτον αφορούν την ίδια την λειτουργία του πανεπιστημίου και δεύτερον πρέπει να είναι λειτουργικές με την έννοια της operationability, δηλαδή να καταλήγουν σε μετρήσιμα ή ποιοτικά εκτιμήσιμα αποτελέσματα. Προτείνω τις λειτουργικές αυτές προδιαγραφές να τις οργανώσουμε σε πέντε ενότητες για προφανείς λόγους συνάφειας και να περιληφθούν ως αντίστοιχα μέρη στον τυπικό Κανονισμό Λειτουργίας του πανεπιστημίου. Στο βάθος θα προτιμούσα να περιληφθούν στον καταστατικό του νόμου (ιδρυτικό διάταγμα), αλλά ταυτόχρονα θέλω να αφήσω περιθώρια δημιουργικών αναθεωρήσεων της ύπατης διοίκησης κάθε πανεπιστημίου όταν θεωρεί ότι μπορεί να θέσει περισσότερο φιλόδοξους στόχους. Αξίζει να επισημάνουμε ότι στην πλειονότητά τους οι προδιαγραφές που προτείνονται είναι ενσωματωμένες, με τις απαραίτητες προσαρμογές στην κάθε περίπτωση βέβαια, σε αυτό που ονομάζουμε «παράδοση» των σημαντικότερων πανεπιστημίων της Δύσης. Αυτό σημαίνει, ότι και αν ακόμη δεν αναφέρονται ρητά στα τυπικά προγραμματικά τους κείμενα, αποτελούν σταθερό υπόβαθρο για τον προγραμματισμό και τον έλεγχο της λειτουργίας τους. Εμείς, όμως, επειδή δεν έχουμε αναπτύξει μια τέτοια «παράδοση» είμαστε υποχρεωμένοι να περάσουμε από ένα στάδιο τυπικής επιβολής αντίστοιχων κανόνων μέχρι ότου οι κανόνες γίνουν κοινότοποι, οπότε μόνο οι αποκλίσεις από αυτούς θα αναφέρονται ως αντικείμενο ελέγχου στις διαδικασίες αξιολόγησης και στοχαστικής αναπροσαρμογής των πανεπιστημίων μας.

Σε προηγούμενη παράγραφο αναφερθήκαμε στην ταξινόμηση των απαιτούμενων προδιαγραφών σε πέντε κατηγορίες. Κάθε κατηγορία αντικατοπτρίζει την δεοντολογία που αξίζει να κυβερνά αντίστοιχη λειτουργία του πανεπιστημίου. Με άλλα λόγια, οι κατηγορίες αυτές αντιστοιχούν στις τέσσερις βασικές οπτικές γωνίες από τις οποίες μπορούμε να θεωρήσουμε την υπόσταση ενός πανεπιστημίου: Έτσι,το πανεπιστήμιο το βλέπουμε ως οργανισμό που παρέχει υπηρεσίες εκπαί­δευσης και επιστημονικής έρευνας και προφανώς έχουμε αξίωση αυτές οι υπηρεσίες να πληρούν ορισμένες προδιαγραφές ποιότητας. Παράλληλα, το πανεπιστήμιο αποτελεί μέρος του συνολικού εκπαιδευτικού συστήματος. Στη βάση του συστήματος αυτού προβάλλει κάποιο επιλεγμένο παιδαγωγικό υπόδειγμα που με τη σειρά του εκφράζει μέρος της πολιτισμικής επιλογής που η συγκεκριμένη κοινωνία έχει κάνει στην συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Αυτή την επιλογή περιγράφουν οι προδιαγραφές παιδαγωγικής φυσιογνω­μίας. Το πανεπιστήμιο, παράλληλα, αποτελεί οργανισμό διαχείρισης οικονομικών πόρων και μάλιστα δημόσιων, εφόσον στην προκείμενη περίπτωση αναφερόμαστε στα δημόσια ελληνικά πανεπιστήμια. Κάθε τέτοιος οργανισμός ‘οφείλει’ να λειτουργεί αποτελεσματικά. Το γενικότερο ‘μέτρο’ της αποτελεσματικότητας είναι η εφαρμογή της οικονομικής αρχής που μας επιτάσσει ‘να πετύχουμε το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα με την μικρότερη δυνατή θυσία (κάθε λογής πόρων)’. Στην εξειδίκευση του μέτρου αυτού αναφέρονται οι προδιαγραφές λειτουργικής αποτελε­σμα­τικότητας. Τέλος, το πανεπιστήμιο μπορεί να θεωρηθεί ως μικροκοινω­νικό σύστημα που επιβιώνει μέσα από την αλληλεξάρτησή του με την ευρύτερη κοινωνία που το περιβάλλει. Εδώ αναφερόμαστε, φυσικά, στις αλληλεξαρτήσεις γενικότερης φύσης, που βρίσκονται πέρα και πάνω από τις συγκεκριμένες θεσμικές λειτουργίες που η κοινωνία έχει αναθέσει ρητά στο Πανεπιστήμιο. Η κυριότερη λογική συνέπεια αυτής της διευρυμένης σχέσης του με την Κοινωνία που το ‘συντηρεί και το ανέχεται’ είναι, ότι το πανεπιστήμιο πρέπει να τελεί υπόλογο στην Κοινωνία και, προφανώς, να εκφράζει αυτή την λογοδοσία του με λειτουργικά συγκεκριμένο τρόπο. Σε αυτή την λογοδοσία αναφέρονται οι προδιαγραφές ‘κοινωνικο­ποίησης’, για τις οποίες δεν βρήκα καλλίτερο όρο για να τις εκφράσω.

Ας έλθουμε τώρα στην διατύπωση των συγκεκριμένων προδιαγραφών που επιλέγουμε με την παραπάνω δομή και λογική.

(α) Προδιαγραφές Ποιότητας Σπουδών και Έρευνας

Το Πανεπιστήμιο οφείλει να παρέχει υψηλής ποιότητας υπηρεσίες τόσο στον τομέα της εκπαίδευσης, όσο και στον συμπαρομαρτούντα τομέα της επιστημο­νικής έρευνας, βασικής και εφαρμοσμένης. Η ποιότητα των εκροών αυτών δεν είναι έννοια απροσδιόριστη και ασαφής, όπως τείνουν να υποστηρίζουν ορισμένοι. Τόσο η ποιότητα της εκπαίδευσης όσο και της έρευνας αποτελεί μέγεθος που δύσκολα μεν, αλλά οπωσδήποτε εν τέλει αποτελεσματικά μπορεί και να προσδιοριστεί και να εκτιμηθεί το επίπεδό της. Γιαυτό και στην συγκεκριμένη περίπτωση θεωρούμε εξ αρχής ότι η ποιό­τητα αυτή μπορεί να διαπιστώνεται με την εκτίμηση μιας σειράς επιμέρους σταθμισμένων δεικτών, που ενδεικτικά θα περιέχει τουλάχιστο τους εξής:

· Εξωτερική αξιολόγηση επιπέδου σπουδών με ελάχιστο παραδεκτό όριο να ικανοποιεί τις απαιτήσεις ποιότητας του πρώτου τεταρτημορίου της σειράς αξιο­λόγησης πανεπιστημίων Β.Αμερικής (Η.Π.Α., Καναδάς) και Δ. Ευρώπης (Η.Β., Γαλλία, Γερμανία, Κάτω Χώρες, Σουηδία, Ιρλανδία)

· Αντίστοιχες αναλογίες δημοσιεύσεων, μνημονεύσεων και παραπο­μπών (citations & references) για επιστημονικές δημοσιεύσεις.

· Διαμόρφωση τουλάχιστον ενός “κέντρου αριστείας” διεθνούς εμβε­λείας (Κέντρου Προχωρημένων σπουδών, ή πρωτοποριακού ερευ­νη­τικού κέντρου, κ.ο.κ.).

· Ομαλή στατιστική κατανομή επίδοσης (βαθμολογίας) φοιτητών (κανονική καμπύλη στατιστικής κατανομής με ελαφρώς επιμηκυμένη την δεξιά κατάληξη, με βάση ένα προϋποτιθέμενο ομογενοποιημένο σύστημα ακαδημαϊκής αξιολόγησης).

· Θετικό προφίλ επαγγελματικής και κοινωνικής σταδιοδρόμησες των αποφοίτων που θα προκύπτει από την τήρηση αξιόπιστων στοιχείων και ανακυκλούμενη ετήσια έρευνα.

(β) Προδιαγραφές Παιδαγωγικής φυσιογνωμίας

Το Πανεπιστήμιο επιτελεί εκπαιδευτικό έργο. Η μέθοδος με την οποία το έργο αυτό επιτελείται, καθώς και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, που, αναπόφευκτα, σημα­σιοδοτείται από την προδιαγεγραμμένη ή αυθόρμητη έστω δραστηριότητα των μελών της πανεπιστη­μιακής κοινότητας, αναπόφευκτα επενεργεί ως διαπαιδαγώγηση στους φοιτητές. Οι επιπτώσεις στην διαπαιδαγώγηση των φοιτητών πιστοποιούν την παιδα­γωγική φυσιογνωμία του Πανεπιστημίου. Είναι φανερό, ότι αυτή η φυσιογνωμία κατ’ ανάγκη πρέπει να γίνεται αντικείμενο διαφανούς προσχεδιασμού, όταν στοχοθε­τείται η λειτουρ­γία του Πανεπιστημίου. Δεν αρκεί να εξυπακούεται σιωπηρά. Η τυχόν παρασιώπηση αυτής της πλευράς της λειτουργίας του Πανεπιστημίου αποτελεί και αυτή σημαντική επιλογή στρατηγικής που με τη σειρά της πρέπει να εκφραστεί και τεκμηριωθεί με διαφάνεια, όπως και οποιαδήποτε άλλη, αν πράγματι εκφράζει ρητή επιλογή της ακαδημαϊκής κοινότητας. Δηλαδή, πρέπει να εξηγείται ακόμη και γιατί δεν υπάρχει ρητά περιγεγραμμένη παιδαγωγική στρατηγική, όταν αυτό συμβαίνει. Έτσι πρέπει να έχουν τα πράγματα, επειδή οι προσανατολισμοί της διαπαιδαγώγησης αποτελούν ιδεολογική και, κατά λογική συνέπεια, πολιτική επιλογή για την οποία προφανώς η ευρύτερη κοινωνία και τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας πρέπει να είναι ενημερωμένοι. Αλλιώς, η παρασιώπηση του ζητήματος ισοδυναμεί με ιδεολογική και πολιτική ‘συνωμοσία’ στα πλαίσια μια ανύποπτης δημοκρατίας.

Στα πλαίσια μιας σύγχρονης αντίληψης του δημόσιου Πανεπιστημίου, υπό συνθήκες δημοκρατίας και κράτους κοινωνικής πρόνοιας, τα επόμενα λει­τουρ­γικά χαρακτηριστικά μπορεί να θεωρηθούν ως βασικές προδιαγραφές της επιθυ­μη­τής παιδαγωγικής φυσιογνωμίας του.

Καλλιέργεια άμιλλας με στόχο την αριστεία

Η καλλιέργεια ατμόσφαιρας ευγενούς ακαδημαϊκής άμιλλας με σκοπό την αριστεία απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό και παρακολούθηση. Χρειάζεται, δε, να ξεκινά από την ίδια την διαδικασία εισόδου στον “ακαδημαϊκό στίβο”. Έτσι, τα εξής μέτρα απαιτούνται ως ελάχιστοι απαραίτητοι χειρισμοί για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός:

(α) Εφαρμογή εκσυγχρονισμένου συστήματος εισαγωγής φοιτητών, παράλ­ληλο προς τις Γενικές Εξε­τάσεις ή το οποιοδήποτε ‘εθνικό σύστημα πιστοποίησης του απολυτήριου της Β’βάθμιας εκπαίδευσης’: Το ισχύον σύστημα ευνοεί “στατ­ιστικούς” υπολογισμούς για την επιλογή του Τμήματος-στόχου που θέτει ο υποψήφιος. Αποθαρρύνει σε μεγάλο βαθμό τους υποψήφιους που θα ήθελαν να επιμείνουν στην κλίση τους ως προς την επιλογή της κατεύθυνσης των σπουδών τους. Ένα παράλληλο σύστημα εισα­γωγής όπου την διαδικασία θα ελέγχει το ίδιο το Πανεπιστήμιο με καθαρά εκπαι­δευτικά και παιδα­γω­­γικά κριτήρια, μπορεί να χρησι­μεύσει ως διορθωτική εφαρμογή εναλλακτικών μεθόδων εισαγωγής που θα επιτρέψουν την αντικειμε­νική σύγκριση με το υφιστάμενο. Ένα ποσοστό, λ.χ. 20% πάνω από την οροφή των εισακτέων με το γενικό σύστημα, είναι επαρκές για ένα αρχικό πειραματισμό. Η αξιολόγηση του αποτελέσματος του συμπληρωματικού συστήματος θα δείξει την συνέχεια προς την γενίκευση, ή την διόρθωση.

(β) Πειραματική Αυτοδιδασκαλία (μερική, υπό την εποπτεία του διδακτικού προσω­πικού): Η ελεγχόμενη αυτο-διδασκα­λία (διδασκαλία φοιτητών από συναδέλφους τους) υπό την επιστη­μονική και παιδαγωγική καθοδή­γηση του ακαδημαϊκού προσω­­πι­κού, απομυθοποιεί τη διδακτική δια­δι­κασία και παραδειγματίζει στην δημιουργική σχεδίαση των ιδεών που πρέπει να εξωτερικευτούν χωρίς τη μεσολάβηση σχημάτων ιεραρ­χικής επιβολής. Ως εναλλακτική διδακτική πρακτική, που θα λειτουργεί παράλληλα με την 'κύρια’, μπορεί αφενός να συμπληρώνει το παιδαγωγικό υπόδειγμα και αφετέρου να παρέχει τη βάση για χρήσιμες συγκρίσεις και αξιολογήσεις.

(γ) Σύστημα υποτροφιών που η απονομή τους θα ανήκει στην δικαιοδοσία του ίδιου του πανεπιστημίου: Εισάγει εμπράκτως την ιδέα της αριστείας και απογραφει­οκρα­τικο­ποιεί τη σχέση φοιτητή/δημοσίου σε ό,τι αφορά την “δωρεάν παιδεία”. Οι υπο­τροφίες πρέπει να προκηρύσσονται με συγκεκριμένα κριτήρια αριστείας και να μη συγχέονται με τις παρο­χές κοινωνικής εξίσωσης που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να χορηγούνται από το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας (ή όπως αλλιώς θα λέγεται) . Οι εξισωτικές υποτροφίες ασφαλώς πρέπει να διατηρηθούν, αφού έχουν διαφορετικό σκο­πό, αλλά πρέπει να παρέχονται και με αντίστοιχη προς το σκοπό τους διαδικασία. Επομένως οι ‘υποτροφίες κατευθυνό­μενης ειδικής σκοπιμότητας’ πρέπει να διακρίνονται σαφώς από τις υποτροφίες ‘ίσων κοινωνικών ευκαιριών’, τόσο από την άποψη των προϋποθέσεων όσο και του τρόπου απονομής τους.

(γ) Καθιέρωση ετήσιας δημόσιας Έκθεσης των αποτελεσμάτων σπου­δών, με μορφή εορταστικής εκδήλωσης ανοιχτής στο ευρύτερο κοινό: Η μέθοδος (ας θυμηθούμε το παλιό δοκιμασμένο σύστημα των εκδη­λώ­σεων “πέρατος σχολικής χρονιάς”, που ίσχυε στο πρόσφα­το παρελθόν στην εγκύκλια εκπαίδευση) εισάγει ομαλά τον κοινωνι­κό περίγυρο στο Πανεπιστήμιο και ταυτόχρονα “εκθέτει” δημιουργικά το Πανεπι­στή­­μιο στον κοινωνικό του περίγυρο.

(ε) Θεσμοθέτηση ετήσιων Βραβείων Ακαδημαϊκής Επίδοσης (για φοιτη­τές), Διδακτικής Επίδοσης (για τους διδάσκοντες) και Κοινωνικής προσφοράς (για φοιτητές και διδάσκοντες). Ο σκοπός είναι προ­φανής.

(στ) Ανά διετία προγραμματισμένη εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση των προγραμ­μάτων σπουδών. Πέρα από την ουσιαστική ανάγκη προς χάρη του ελέγ­χου και σχεδιασμού της λειτουργίας του Πανεπι­στη­μίου, η εξω­τε­ρική αξιολόγηση αποτελεί τον αντικειμενικότερο γνωστό τρόπο λογοδο­σίας. Ειδικά, δε, για ένα σύστημα, που η κοινωνική του υφή δεν του επιτρέπει να αναζητήσει την ‘αντικειμενική’ τιμολόγηση των υπηρε­σιών του από τους μηχανισμούς της αγοράς. Χωρίς τέτοιο σύστημα εξωαγοραίας αξιολόγησης η ανάγκη προστασίας της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας εξωθεί το Πανεπιστήμιο κατ’ ανάγκη σε αυτάρεσκη εσωστρέφεια και βαθμιαίο εκφυλισμό της αποτελεσματικότητας και ανταγωνιστικότητάς του.

(ζ) Εφαρμογή Πρότυπων μεθόδων και διαδικασιών για τις εξετάσεις: Με την δημιουργία μιας ειδικής μονά­δας, που θα ασχολείται αποκλειστικά με την έρευνα και εφαρμογή αποτελεσμα­τικών μεθόδων διακρίβω­σης της ακαδημαϊκής προόδου, εμφυτεύε­ται ως αναπόφευκτη και φυσιολογική “ρουτίνα” η παιδα­γωγική, που σήμερα λείπει σχεδόν παντελώς από το τυπικό ελληνικό Πανεπιστήμιο. Παράλληλα, ενισχύεται η αξιοπιστία του ακαδημαϊκού προσωπικού.

(η) Ακαδημαϊκός δυναμικός αυτοπροσδιορισμός του φοιτητή: Ο Νόμος-Πλαίσιο (1268/83) εισήγαγε τον θεσμό του εξατομικευμένου σχεδια­σμού της εκπαιδευτικής διαδικασίας με αποφασιστική συμμετοχή του ίδιου του ενδιαφερόμενου φοιτητή (άρθ.24, παρ. 4]. Ο θεσμός ήταν μια χαμένη καινοτομία για την εποχή εκείνη, αλλά εξακολουθεί παρόλα ταύτα να είναι πολύτιμος και επίκαιρος. Η χρησιμότητά του είναι αδιαμφισβήτητη, τόσο από την άποψη της αποτελεσματικότητας της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όσο και από καθαρά παιδαγωγική άποψη, αφού δίνει έμπρακτα στον φοιτητή την ευκαιρία να αναλάβει προσωπική ευθύνη για την πορεία των σπουδών του. Έκτοτε, βέβαια, το σύστημα βαθμιαία εκφυλίστηκε στην πράξη, τόσο μέσω του φοιτητικού συνδι­καλισμού, όσο και από το ίδιο το ακαδημαϊκό προσωπικό. Οι πρώτοι το ερμή­νευσαν ως απλή γραφειοκρατική προσέγγιση για “κατοχύ­ρωση” των επιμέρους ακαδημαϊκών επιδόσεων (κατοχύρωση βαθμολογίας, συνδυαστική προαπαιτούμενων, κ.ο.κ.). Οι δεύτεροι εκμεταλλεύτηκαν τον θεσμό για να αποσυνθέ­σουν την παιδαγωγική και επιστημολογική υπόσταση των προγραμ­μάτων σπουδών προς χάρη της ανεξέλεγκτης ατομικής επιλο­γής μαθημάτων και του χρονισμού τους, που κατά κανόνα έχει ως γνώμονα τις ιδιαίτερες “προτιμήσεις” των διδασκόντων, πολλές φορές ανεξάρτητα από οποιαδήποτε προγραμματισμένη προσέγγιση ενός άρτιου προγράμματος σπουδών.

Μία από τις αιτίες του εκφυλισμού ενός ύψιστης σημασίας και αξίας θεσμού όπως αυτός, είναι και η παράλειψη του νομοθέτη να τον εξοπλίσει με εργαλεία, μεθόδους και μέσα ελεγχόμενης εφαρμογής και λειτουργίας του. Γενικότερα, όμως, ο θεσμός του ακαδημαϊκού αυτοπροσδιορισμού έμεινε απομονωμένος μέσα σε ένα συνολικότερο περιβάλλον που είναι πρακτικά “εχθρικό” στην ιδέα της υπεύθυνης ακαδημαϊκής επιλογής. Η ιδέα του ακαδημαϊκού αυτοπροσ­διορισμού, ασφαλώς, απο­τελεί ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατίας και ατομικής ευθύνης ως αξιών που πρέπει να καλλιεργούνται στον ακαδημαϊκό χώρο με την εξειδικευμένη έκφρασή τους. Με την λογική αυτή, επομένως, τα επόμενα μέτρα (προδιαγρα­φές), συνδυαστικά εφαρμο­ζόμενα, μπορεί να βοηθήσουν στην αποκατά­σταση της πραγματικής υπόστασης του θεσμού του ακαδημαϊκού αυτοπροσδιορισμού:

(θ) Θεσμοθέτηση υποχρεωτικής επιλογής Καθηγητή Συμβούλου Σπουδών: Η ελεύθερη επιλογή από τον ίδιο τον φοιτητή του καθηγητή με τον οποίο θα συνδιαλέγεται για τον προγραμματισμό και την πρόοδο των σπουδών του, στηρίζει την αυτοπεποίθηση του φοιτητή, από-γραφειοκρατικο­ποιεί την σχέση του με το ίδρυμα και ουσιαστι­κοποιεί τον προβληματισμό του για τις ίδιες τις σπουδές και το περιεχόμενό τους.

(ι) Ελευθερία μετακίνησης του φοιτητή μεταξύ Τμημάτων, σύμφωνα με προδιαγεγραμ­μένους αυστηρούς κανόνες: Η θεσμοθέ­τηση της δυνατότητας του φοιτητή ν’ αλλάξει Τμήμα, μέσα από μία παιδαγωγικά και επιστη­­μονικά ελεγχόμενη εσωτερική διαδικασία, αυξάνει τους βαθμούς ελευθερίας της ακαδημαϊκής συμπεριφοράς του και βαθαίνει το αίσθημα ευθύνης για τις ίδιες τις επιλογές του.

(ια) Θεσμοθέτηση δύο εναλλακτικών υποδειγμάτων Μεταπτυχιακών σπουδών: ‘με έρευνα’ και ‘χωρίς έρευνα’: Στις μετα­πτυχιακές σπουδές (εκτός διδακτορικού), πρέπει να διακρίνεται η διαδικασία ως προς την πραγματική σχέση τους με την έρευνα. Μεταπτυχιακές σπουδές με έρευνα είναι εξ ίσου θεμιτές με εκείνες χωρίς έρευνα. Απλώς, κάθε μία από τις δύο εναλλακτικές προσεγγίσεις αποτείνεται σε διαφορετική κλίση, ή διαφορετικό σκοπό. Η διάκριση αυτή, εν τού­τοις, πρέπει να γίνει με τρόπο ρητό, συστηματικό και επιστημονικά τεκμηριωμένο. Η ασάφεια δημιουργεί κινδύνους καταχρήσεων και στρεβλώσεων. Για παράδειγμα, εν ονόματι της συσχέτισης μεταπτυχιακών σπουδών με ‘έρευνα’ σε πάμπολλες περιπτώσεις, στις μέρες μας, ακόμη και σε σπουδές διδα­κτορικού επιπέδου, γίνονται αντιεκπαι­δευτικές καταχρή­σεις, με το να μεταβάλλονται οι φοιτητές σε άμισθους ή έμμισθους βοηθούς των καθηγητών τους σε εργασίες παροχής υπηρεσιών συμβούλου, και όχι γνήσια ερευνη­τικές. Από την άλλη, η διασαφήνιση της σχέσης σπουδών με έρευνα βοηθάει τον φοιτητή να αντιληφθεί την γνησιότητα σημαντικών επιλογών που σχετίζονται με την ακαδημαϊκή ζωή. Είναι φανερό, ότι η επίγνωση του φοιτητή για το status της επιλο­γής του, στηρίζει την αίσθηση αυτοπροσδιορισμού του, με την έννοια που περιγράφηκε παραπάνω.

(ιβ) Δημιουργική αμφισβήτηση

Η κατάκτηση της δημοκρατίας στο χώρο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης μεταφράζεται κατά κύριο λόγο σε καλλιέργεια “πολιτισμού” δημιουργικής αμφισβήτησης ως κυρίαρχου ιδεολογικού-παιδαγωγικού υποδείγματος. Ουσιαστικό περιεχό­με­­νο της δημιουργικής αμφισβήτησης είναι η καθημερινή άσκηση του φοιτητή στην πρακτική της ακώλυτης έρευνας, της προσέγγισης των μαθημάτων του με συστηματική αμφισβήτηση κάθε δογματικής προκατάληψης, και η εξατομι­κευ­μένη ανακάλυψη της επιστημονικής “αλήθειας”, αλλά και της δύναμης της πειθούς. Είναι φανερό ότι αυτές οι ιδεολογικές θέσεις πρέπει να πραγματώ­νονται τουλάχιστο στο πεδίο της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της “εντός των τειχών” ακαδημαϊκής ζωής αντί να περιφέρονται στον ακαδημαϊκό ορίζοντα ως άπρακτες δεοντολογικές διακηρύξεις που τις εκμεταλλεύονται διάφοροι πολιτικοί σχηματισμοί. Ορισμένες κύριες παράμετροι που εκφράζουν πρακτικά αυτού του είδους τις προδιαγραφές, είναι οι εξής:

(i) Ολοκληρωμένη εκπαιδευτική διαδικασία (μαθήματα, διαλέξεις, βιβλιο­γραφική έρευνα): Η διδακτέα ύλη πρέπει να προσεγγίζεται με ένα συστηματικό συνδυασμό μαθημάτων, σεμιναρίων, συμπλη­ρω­­μα­τικών διαλέξεων, αλλά απαραίτητα μέσα από προκαθορισμένη βιβλιογραφία εναλλακτικών θεωρητικών και εμπειρικών προσεγ­γίσε­ων. Ο φοιτητής πρέπει να οδηγηθεί στην βιβλιοθήκη.

(ii) Ενσωμάτωση της πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης στην κυρίως εκπαιδευτική διαδικασία με σκοπό την ερευνητική πρόσβαση στη γνώση: Η πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη πρέπει να αναβαθμιστεί σε ενεργό συμμέτοχο της εκπαι­δευτικής διαδικασίας και της φοιτητικής έρευνας και σε χώρο ερευνητικής δραστηριότητας (desk-top research).

(iii) Θεσμοθέτηση των εκπαιδευτικών και παιδαγωγικών σεμιναρίων για τα μέλη του διδα­κτικού και ερευνητικού προσωπικού, ως κύριας μεθόδου επεξεργασίας και συνεχούς ενημέρωσης των προγραμμάτων σπουδών. Υποχρεωτική δημο­σίευ­ση των πεπραγμένων των σεμιναρίων αυτών σε ειδικά τεύχη προς ελεύθερη κυκλοφορία: Η υποχρεωτική δημοσιότητα τονίζεται εδώ με έμφαση, ως πρακτική που θέτει σε λειτουργία τους μηχανι­σμούς κριτικής και διαφάνειας, που αυτοί πρέπει ν’ αποτελούν το οξυγόνο του παν­ε­πι­στημιακού συστήματος και των ελευθεριών του.

(iv) Θεσμοθέτηση της λειτουργίας των ολομελειών διδακτικού και ερευ­νητικού προσωπικού (κατά Τμήμα) ως “Συμβουλίου Σπουδών”, με αντι­κείμενο την τεκμηρίωση και έγκριση των προγραμμάτων σπου­δών κάθε έτους. Με μια ιδιότυπη εφαρμογή του γνωστού “νόμου του Gresham” οι γενικές συνελεύσεις των Τμημάτων εξέπεσαν κατά κα­νό­να σε πεδία ατομικών και συλλογικών συμβιβασμών και οικονο­μικο-διοικητι­κών χειρισμών ατομικής στρατηγικής. Παράλληλα, η “τρομοκρατία της Έδρας” του παλιού συστήματος, επανεμφανίστηκε σε πάμπολλες περιπτώσεις, τη φορά αυτή με τη μορφή της τρομοκρατίας των υψηλόβαθ­μων εις βάρος των εξαρτημένων χαμηλό­βαθ­μων μελών ΔΕΠ και των “συμβα­σιούχων”. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, ελάχιστος χρόνος μένει και καμία διάθεση για να συζητηθούν γνήσια εκπαιδευτικά και ερευνητικά θέματα. Το αντίδοτο, προφανώς, είναι η σύσταση άλλου οργάνου, και συγκεκριμένα της ‘ολομέλειας των πάσης φύσεως και νομικού καθεστώτος διδασκόντων’, με αποκλειστική αρμοδιότητα την εκπόνηση, κριτική, αναθεώρηση και οργάνωση των προγραμμάτων σπουδών. Η δημοσιότητα των εργασιών, και στην περίπτωση αυτή αποτελεί εγγύηση ενάντια στον κίνδυνο εκφυλισμού του θεσμού.

(ιγ) Δημοκρατία και κοινωνική συμμετοχή

Η άσκηση του φοιτητή στην δημοκρατία “υπό πραγματικές συνθήκες και σε πραγματικό χρόνο” πρέπει να συγκαταλέγεται μεταξύ των κύριων σκοπών ενός σύγχρονου πανεπιστη­μίου. Υπάρχει, εντούτοις, μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε μια τέτοια άσκηση και στον συντεχνιακό διεκδικητικό συνδικαλισμό στον οποίο έχει εκπέσει πλέον η πανεπιστημιακή κοινότητα. Μολαταύτα, ούτε το πανεπιστήμιο, μήτε η Πολι­τεία δικαιούται να παρέμβει αποτρεπτικά στις αυθόρμητες εξελίξεις που σημει­ώνονται στο πεδίο αυτό, όσο δυσάρεστες και αρνητικές και αν είναι, κατά γενική ομολογία. Και οι δύο δικαιούνται, εντούτοις, ίσως δε και να υποχρεούν­ται ως εκ του ρόλου τους, να θεσμοθετήσουν αντισταθμιστικές διεργασίες για να πλουτίσουν τον ορίζοντα με εναλλακτικές δυνατότητες. Τέτοιες θεσμοθε­τημένες παρεμβάσεις μπορεί να είναι και οι εξής:

(i) Θεσμοθέτηση της Φοιτητικής Αυτοδιοίκησης: Η φοιτητική αυτοδιοί­κηση είναι θεσμός εμπέδωσης της δημοκρατίας και της συλλο­γικής δράσης, αλλά και γενικότερα πολυεπίπεδα διαπαιδαγωγικός. Γιαυτό είναι απαραίτητος. Εν τούτοις, αν δεν σχεδιαστεί σωστά, οδηγεί στο αντίθετο ακριβώς αποτέλεσμα, με κύριο κίνδυνο να υποθάλψει την εκτροπή της συλ­λο­γικής δράσης σε συντεχ­νιακή συσπείρωση. Τα αγγλοσαξονικά εκπαιδευτικά συστήματα έχουν μακρά παράδοση στη μαθητική και φοιτητική αυτοδιοίκηση και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πεδία για άντληση πολύτιμων εμπειριών και ιδεών για τον σχεδιασμό της ελληνικής εκδοχής του θεσμού.

(ii) Θεσμοθέτηση του Συνδέσμου Αποφοίτων, ως συμβουλευτικού οργά­νου της Διοίκησης του Πανεπιστημίου: Σωστά σχεδιασμένος και λει­τουργικά άρτιος, ο θεσμός μπορεί ν’ αποτελέσει συνδετικό κρίκο της κοινωνικής πραγματικότητας με το Πανεπιστήμιο, αλλά και στήριγμα μιας καλώς εννοούμενης παράδοσης για το ίδρυμα.

(ιιι) Θεσμοθέτηση Βραβείου Ενεργού Ακαδημαϊκού Πολίτη για την ανά πενταετία επι­βράβευση μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας για διακεκριμένες εξω­πανεπιστημιακές δραστηριότητές τους που έχουν τον χαρακτήρα συμβολής στην ανάπτυξη της ‘κοινωνίας των πολιτών’: Η σκοπιμότητα του θεσμού είναι προ­φα­νής.

(ιδ) Ανθρωπιστική θεώρηση

Οι σπουδές στο πανεπιστήμιο εξυπηρετούν πολλαπλούς σκοπούς. Αποβλέ­πουν στην κατάρτιση σε συγκεκριμένη επιστήμη, τόσο την θεωρητική (κατά τούτο διαφέρει, άλλωστε, συστηματικά το πανεπιστήμιο από τα υπόλοιπα επαγγελματικά τριτοβάθμια ιδρύματα), όσο και την εφαρμοσμένη και οδηγούν στην απόκτηση των ουσιαστικών προϋποθέσεων που απαιτούνται για την άσκηση ενός συγκεκριμένου επαγγέλματος. Παράλληλα, όμως, οι σπουδές πρέπει να συντείνουν στην διαμόρφωση ολοκληρωμένων προσωπι­κοτήτων με ευρεία πνευμα­τική καλλιέργεια. Θεμέλιο της πνευματικής αυτής καλλιέργειας είναι τα μαθήματα που συνηθίζεται να κατατάσσονται στις ανθρωπιστικές σπουδές (φιλολογικά, ιστορία, φιλοσοφία, κλπ.). Εκείνο που χρειάζεται για να εμπραγματωθούν οι κοινές αυτές παραδοχές, είναι η ενσωμάτωση των μαθημάτων αυτών στο κυρίως πρόγραμ­μα σπουδών, ανεξάρτητα από το Τμήμα που ο φοιτητής παρακολουθεί. Επο­μένως απαιτείται ο εμπλουτισμός όλων των προγραμ­μάτων σπουδών με μαθήματα που να στερεώνουν μία υποδομή ανθρω­πιστικών σπουδών, οργανικά συνυφασμένη με το κυρίως πρόγραμμα σπουδών κατά Τμήμα. Η εφαρμογή μπορεί να γίνει στα πλαίσια της υφιστάμενης νομοθεσίας, δια μέσου του θεσμού των “υποχρεωτικών κατ ’επιλογή” μαθημάτων. Σκόπιμη, όμως, είναι η ρητή θεσμοθέτηση της σχετικής υποχρέωσης δια νόμου (δια μέσου του ακαδημαϊκού Κανονισμού).

(ιε) Πλουραλιστική ανοχή

Βασικό στοιχείο της δημοκρατικής ακαδημαϊκής διαπαιδαγώγησης είναι η ανοχή της ετερότητας μέσα από την κατανόηση της θέσης του “άλλου” και όχι απλώς ως εκδήλωση παθητικού η μηδενιστικού σχετικισμού. Μια ατμόσφαιρα επαγωγός προς την κατεύθυνση αυτή, χωρίς διακηρυκτικές μεγαλοστομίες, μπορεί να καλλι­ερ­γηθεί, αφενός με την εξάσκηση στην λογική αντιδικία (το αγγλοσα­ξονικό “debating”), ως πνευ­μα­τικής ενασχόλησης/αυταξίας και, αφετέρου, με την διεύρυνση του ορί­ζοντα των ερασιτεχνικών ενδιαφερόντων ως “αντιαλ­λοτριωτικής” τακτικής. Ειδικότερα, οι εξής δύο πρακτικές μπορεί να ενσω­ματωθούν θεσμικά στην ακαδημαϊκή ζωή του Πανεπιστημίου:

(i) Οργανωμένη λογική αντιδικία – Διαλεκτική (Debating): Ενδεχομένως ως εναλλα­κτική εξεταστική διαδικασία, και οπωσδήποτε ως ερασιτεχνική δρα­στηριότητα που υποστηρίζεται επίσημα από τις πανεπιστημιακές αρ­χές και τον πανεπιστημιακό προϋπολογισμό.

(ii) Θεσμοθέτηση των ερασιτεχνικών ομάδων ποικίλων ενδιαφερόντων ως συστατικού στοιχείου της φοιτητικής ζωής, με ειδικά κίνητρα: Δραστηριότητα που μπορεί να περιληφθεί στην κύρια αποστολή της Φοιτητικής Λέσχης.

(ιστ) Ειδική μέριμνα πρέπει να λαμβάνεται ώστε το «κρυφό πρόγραμμα» (shadow curriculum) να μη αντιβαίνει στην φανερή παιδαγωγική φυσιογνωμία. Αυτό εν μέρει μπορεί να επιτυγχάνεται με την περιοδική έκδοση ειδικής έκθεσης για το κρυφό πρόγραμμα που αναπτύσσεται ώστε τα χαρακτηριστικά του να τίθενται σε δημόσια διαβούλευση και έλεγχο.

(γ) Προδιαγραφές λειτουργικής αποτελεσματικότητας

Η έννοια της αποτελεσματικότητας της λειτουργίας ενός ακαδημαϊκού ιδρύματος έχει δύο διακεκριμένες όψεις: την ακαδημαϊκή και την οικονομική. Η ακαδημαϊκή αποτελεσματικότητα εκτιμάται με δείκτες που σχετίζονται με την ποιότητα των παρεχόμενων εκπαιδευτικών και ερευνητικών υπηρεσιών. Η οικονομική αποτελεσμα­τικότητα, θεωρητικά τουλάχιστο, θα μπορούσε να μετρηθεί με τους συνήθεις οικονομικούς δείκτες συσχετισμού εισροών-εκροών και να εκτιμηθεί ως προς την αποτελεσμα­τικότητα της χρήσης των διατιθέμενων (δαπανώμενων) πόρων. Στην πράξη, εν τούτοις, η μέτρηση αυτή είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνει με ρεαλισμό, ειδικά στην περίπτωση των δημόσιων Πανεπιστημίων επειδή, προφανώς, είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να καταστρωθεί το “τυπικό κόστος” των παρεχόμενων υπηρεσιών. Συνηθίζεται, γι’ αυτό μια έμμεση μέθοδος μέτρησης, που κατά προσέγγιση μπορεί να δώσει “ποιοτικές” κυρίως ενδείξεις και συγ­κρι­τικά αποτελέσματα, με την μορφή εκτιμήσεων κόστους/ωφελείας (cost-benefit analysis).

(α) Ακαδημαϊκή αποτελεσματικότητα

Η ακαδημαϊκή αποτελεσματικότητα ορίζεται ως ο βαθμός επίτευξης (α) των στόχων ποιότητας σπουδών και έρευνας (βλ. παραπάνω) και (β) της επιθυμητής παιδαγωγικής φυσιογνωμίας του ιδρύματος (βλ. παραπάνω). Είναι φανερό ότι η επίτευξη των στόχων αυτών, εν μέρει μόνο εξαρτάται από οικονομικούς παράγοντες. Αυτό τονίζεται για να αντιπαρατεθεί στην οικονομικίστικη ισοπέδωση αιτίων και αιτιατών που συνηθίζεται μεταξύ των ‘αριστερών’ επικριτών του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Γι’ αυτό, αν πραγματικά θέλουμε να συμβάλουμε στην βελτίωση της κατάστασης, πρέπει να παρακολουθούμε ανελλιπώς τις αποκλίσεις από τις προδια­γραφές και να αναλύομε τους παράγοντες που τις ερμηνεύουν, αντί ν’ αποδίδουμε ευθέως και άκριτα κάθε απόκλιση σε έλλειψη οικονομικών πόρων. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο κύριος λόγος για τον οποίο η ακαδημαϊκή αποτελεσμα­τικότητα του Πανεπιστημίου λογικά πρέπει να εκτιμάται ξεχωριστά από την οικονομική απο­τελεσματικότητα της λειτουργίας του.

(β) Οικονομική αποτελεσματικότητα

Η οικονομική αποτελεσματικότητα του Πανεπιστημίου είναι και αυτή εξαιρετικά δύσκο­λο, αν όχι αδύνατο, να εκτιμηθεί με τον συμβατικό τρόπο που εκτιμάται αντί­στοιχα η αποτελεσματικότητα των συνήθων οικονομικών οργανισμών. Ο ακρι­βής συσχετισμός της ακαδημαϊκής αποτελεσματικότητας με την ανάλωση οικο­νομικών πόρων και γενικά εισροών είναι εξαιρετικά δυσχερής. Εξ ίσου δυσχερής είναι ακόμη και η κατασκευή σχετικών με το θέμα υποδειγμάτων προτύπου κόστους. Μολαταύτα, η ποιοτική εκτίμηση της οικονομικής αποτε­λεσματικότητας σαφέστατα είναι εφικτή. Αρκεί να αποκλίνουμε από τον συμβατικό ‘αγοραίο’ τρόπο και να καταστρώσουμε το κοστολογικό υπόδειγμα που αρμόζει στην περίπτωση. Η επιστημονική μέθοδος μας δίνει πολλές εναλλακτικές τακτικές για να προσεγγίσουμε να θέματα κόστους/ω­φέλειας έξω από το συμβατικό σύστημα των αγοραίων τιμών, σε όσες περιπτώσεις το συγκεκριμένο ζήτημα το επιβάλλει. Γι’ αυτό, άλλωστε, δικαιούμαστε να μιλούμε για ορθολογική και αποτελεσματική οργάνωση και για το είδος αυτό των οργανισμών χωρίς ο λόγος μας να φαίνεται εξωπραγματικός.

Η οικονομική αποτελεσματικότητα του ιδρύματος μπορεί να εκτιμηθεί και να παρακολουθείται με πολλούς και διαφορετικούς έμμεσους τρόπους, ανάμεσα στους οποίους οι εξής αναφέρονται ενδεικτικά:

· Συγκριτικά με άλλα ιδρύματα παρεμφερών προδιαγραφών (αφού οι σχετικοί δείκτες διορθωθούν κατά τη σχέση κόστους ζωής, μέσου κατά κεφαλή εισοδήμα­τος και υποκατάστατων εισροών)

· Ιστορικά, για το ίδιο ίδρυμα σε διαφορετικές περιόδους και χρόνους.

· Συμβατικά για εκείνα τα τμήματα του ιδρύματος που λει­τουρ­­γούν ως κέντρα κόστους/κέρδους (λ.χ. εφαρμοσμένη έρευνα, παροχή υπηρεσιών συμβούλου, παροχή άλλων υπηρεσιών επί αντικαταβολή τιμήματος, κ.ο.κ.)

· Εσωτερικά, με βάση τους στόχους του προϋπολογισμού.

· Κοινωνικά, με βάση κάποιο εξειδικευμένο μοντέλο κόστους/ ωφελείας, ή κόστους/αποτελέσματος.

(δ) Προδιαγραφές κοινωνικοποίησης

Το Πανεπιστήμιο, ως θεσμός και οργάνωση, πρέπει να είναι ενσωματωμένο στο ευρύτερο, αλλά και στο αμεσότερο κοινωνικό περιβάλλον του. Αυτή η θεσμική και πραγματική ‘κοινωνικοποίηση’ πρέπει να εμπραγματώνεται λειτουργικά με συγκεκριμένο τρόπο για το Πανεπιστήμιο ως όλο. Πέρα, δηλαδή, και πάνω από την εξυπακουόμενη εξατομι­κευμένη κοινωνικο­ποίηση των μελών της πανεπιστημιακής κοινότη­τας, που αποτελεί προσωπική υπόθε­ση του καθενός. Εκτός από την ρητορική της αυτονόητης αυτής θέσης, η έννοια και ο βαθμός κοινωνικοποίησης του ιδρύματος, μπορεί να εκτιμηθεί δια μέσου ορισμένων λειτουρ­γικών χαρακτηριστικών και δεικτών, όπως:

(1) Ο βαθμός ανταπόκρισης στις τρέχουσες κοινωνικές ανάγκες. Η ανταπόκριση αυτή πρέπει να εκτιμάται στην αμφίδρομη υπόστασή της, δηλαδή: (α) Ετοιμότητα και ταχύτητα ανταπόκρισης στην εξωτερική ζήτηση και (β) βαθμός αποδοχής (ή επιρροής) του πανεπιστημίου πάνω στο κοινω­νικό του περιβάλλον σε σχέση με τις δικές του καινοτομικές πρωτοβουλίες. Και οι δύο δείκτες είναι δυνατό να παρακολου­θούνται με κατάλληλο εμπειρικό κοινωνιομετρικό υπό­δειγμα (δημοσκοπήσεις, εκτιμήσεις στάσεων και αντιλήψεων, κ.ο.κ.)

(2) Η πυκνότητα συμμετοχής σε παράλληλες “εκτός τειχών” δραστη­ριό­­τητες. Ένα προσεκτικά επεξεργασμένο πρόγραμμα ‘δημοσίων σχέσεων’ μπορεί ν’ αποτελέσει εργαλείο για την καλλιέργεια της συνάφειας του Πανεπιστημίου με την κοινωνία. Το ίδιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως πλατφόρμα πάνω στην οποία το ίδιο το Πανεπιστήμιο μπορεί να εκτιμά την αποτελεσματικότητα της επικοινωνιακής και άλλης κοινωνικής δραστηριότητάς του.

(3) Επίπεδα εξωτερικής επικοινωνίας. Το Πανεπιστήμιο πρέπει να επικοινωνεί με το περιβάλλον του σε πολλά επίπεδα: Στο εκπαιδευτικό και ερευνητικό, που είναι τα προφανή, αλλά και στο επίπεδο των πολιτιστικών δημιουργιών, σε εκείνο της ευποιείας και κοινωνικής αλληλεγγύης, στο επίπεδο των επίκαιρων ζητημάτων αιχμής, αλλά και στο επίπεδο του ιστορικού οραματισμού, κ.ο.κ. Εν προκειμένω, μέτρο επιτυχίας μπορεί να θεωρείται το ίδιο το πλήθος των επιπέδων όπου το Πανεπιστήμιο διαμορφώνει σχέσεις με τον έξω κόσμο, και, προφανώς η διαβάθμιση της ποιότητάς τους.

Με το πλαίσιο που προδιαγράφηκε στο κείμενο αυτό, το δημόσιο πανεπιστήμιο μπορεί, κατά την άποψή μου, να μετατρέψει το όραμα του εκσυγχρονισμού και της μεταρρύθμισης του σε πράξη. Αρκεί να δεσμευθεί μέσω του Ακαδημαϊκού Οργανισμού του να ακολουθήσει πρακτικά την κατεύθυνση αυτή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου